προανατείνω

προανατείνω
ΜΑ [ἀνατείνω]
τεντώνω κάτι πρωτύτερα προς τα επάνω («τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸν θυρεὸν ὑπὲρ τῆς κεφαλής προανατείνας», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”